κατήχηση

κατήχηση
Στοιχειώδης διδασκαλία του δόγματος της χριστιανικής πίστης. Αρχικά, η κ. απευθυνόταν προς τους ενηλίκους που επρόκειτο να βαπτιστούν· σήμερα απευθύνεται κυρίως στα παιδιά (κατηχητικά σχολεία). K. ονομάζεται και το σχετικό βιβλίο που χρησιμοποιείται γι’ αυτή τη διδασκαλία, το οποίο συνήθως είναι γραμμένο υπό μορφή διαλόγου στη Δυτ. Καθολική Εκκλησία. Αξιόλογα μνημεία κατηχητικού λόγου της αρχαίας Εκκλησίας είναι οι Κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων, οι κατηχητικές ομιλίες του Θεοδώρου Μοψουεστίας και τα έργα De mysteriis και De sacramentis του Αμβροσίου Μεδιολάνου. Στην Εκκλησία της Ελλάδος οι διδάσκοντες είχαν στη διάθεσή τους βοηθήματα, που συντάχθηκαν αρχικά από ιδιωτικές θρησκευτικές οργανώσεις και αργότερα το έργο αυτό ανέλαβε η Αποστολική Διακονία, στην οποία περιήλθε ο συντονισμός και η εποπτεία της όλης κατηχητικής εργασίας στη χώρα μας. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι και στις δύο θεολογικές σχολές (του Πανεπιστημίου Αθηνών και του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης) υπάρχουν ιδιαίτερες έδρες κατηχητικής. Στην ιστορία της ρωμαιοκαθολικής κατηχητικής κατά τον Μεσαίωνα, πρέπει να μνημονευτεί ο Διάλογος παίδων δι’ ερωτήσεων και απαντήσεων (Disputatio puerorum per interrogationes et responsiones), που αποδίδεται στον Αλκουίνο και αποτέλεσε πρότυπο από τον 11o έως τον 13o αι. Αξίζει επίσης να μνημονευθεί, από τον 13ο αι. και έπειτα, η σειρά των διαφωτιστικών εγχειριδίων, γνωστών με τη λατινική ονομασία Εlucidaria, από τα οποία το πιο τυπικό παράδειγμα είναι το Διαφωτιστικόν εγχειρίδιον, ήτοι διάλογος περί συνόψεως όλης της χριστιανικής θεολογίας (Elucidarium, sive dialogus de summa totius christianae theologiae) του Ονωρίου, επισκόπου Αυγουστοδούνου. Μεγάλη διάδοση γνώρισαν στη συνέχεια τα σεπτενάρια, στα οποία το δόγμα και η ηθική παρουσιάζονται με επταμερή διαίρεση. Ανάμεσα σε αυτά, ιδιαίτερη σπουδαιότητα απέκτησαν εκείνα του Ούγου του αγίου Βίκτορος, Περί των πέντε επταμερών διαιρέσεων (De quinque septenis, seu septenariis) και του αγίου Εδμόνδου του Καντέρμπερι, που αναφέρεται στο έργο του Κάτοπτρον της Εκκλησίας (Speculum Ecclesiae). Αξιόλογη κ., προορισμένη να καθοδηγεί τους εφημέριους στη διδασκαλία, είναι η Catechismus Vauriensis της συνόδου της Λαβόρ (1369) και η Κατήχηση για τους λαϊκούς (Lay Folks Catechism, 1353) του καρδινάλιου Θόρσμπι, Το Αλφαβητάριο των απλών ανθρώπων (L’ABC des simples gens) του Ζαν ντε Ζερσόν κ.ά. Μεγάλη ώθηση στην ανανέωση της κ. στην Ευρώπη έδωσε o Λούθηρος, δημοσιεύοντας σε σαφές και συνοπτικό ύφος τη Μικρή Κατήχηση (Kleiner Katechismus) για παιδιά και τη Mεγάλη Κατήχηση (GrosserKatechismus) για χρήση των κατηχητών. Και τα δύο έργα γνώρισαν επιτυχία. Στην Προτεσταντική Εκκλησία, το παράδειγμα του Λούθηρου ακολούθησαν ο Καλβίνος, ο Μπούτσερ κ.ά. Στα έργα αυτά πρέπει να προστεθούν η Κατήχηση της Χαϊδελβέργης (1563) και το αγγλικανικό Βιβλίο Κοινών Προσευχών (Book of Common Prayer, 1549). Στον ρωμαιοκαθολικό χώρο δημοσιεύτηκαν την ίδια περίοδο, μεταξύ άλλων, o Διάλογος του διδασκάλου προς τονμαθητή (Interrogatorio del maestro al fanciullo) του Καστελίνο ντα Καστέλο (1537), το Σύμβολο πίστεως του Αθανασίου, εκτεθειμένο υπό μορφή διαλόγου (Simbolo di Atanasio esposto per modo di dialogo) από τον δομινικανό Θωμά Ρεγινάλδο (1540), η κ. του ιησουίτη Ιακώβου Λενέ και κυρίως οι τρεις κ. του αγίου της Δυτ. Καθολικής Εκκλησίας Πέτρου Κανισίου, οι οποίες γνώρισαν μεγάλη διάδοση: οι δύο Συνόψεις της χριστιανικής διδασκαλίας (Summae doctrinae christianae, 1555 και 1556), η μία για τους ιεροκήρυκες και η άλλη για τα παιδιά, και η Μικρή Κατήχηση των Καθολικών (Parvus CatechismusCatholicorum, 1558), για τη φοιτητική νεολαία. Μια επιτροπή διορισμένη από τον πάπα Πίο E’, υπό τη διεύθυνση του Καρόλου Βορομαίου, συνέταξε «κατ’ εντολήν της εν Τριδέντω συνόδου» την Κατήχηση κατ’ απόφασιν της εν Τριδέντω Συνόδου, διά τους εφημέριους (Catechismus ex decreto Concilii Tridentiniad parochos, 1556), γνωστή και ως ρωμαϊκή κ. Η πρόθεση να πραγματοποιηθεί μια ενιαία μορφή κ., που τονίστηκε στην σύνοδο του Τριδέντου (Τρέντο), άρχισε να συνειδητοποιείται από τα τέλη του 19ου αι., με την εμφάνιση ενιαίων εθνικών κ. Εθνικά κείμενα κ. υπάρχουν στις ΗΠΑ (1885 και η αναθεωρημένη κ. του 1941), στην Αυστρία (1894) και στην Ολλανδία (1948). Στη Γαλλία δημοσιεύτηκε η Κατήχηση προς χρήση των επισκοπών της Γαλλίας (Catéchisme ά l’usage des diocèses de France, 1938). Πρόκειται για κείμενο όχι νοησιοκρατικό αλλά ενορατικό, στο οποίο λαμβάνονται υπόψη οι ψυχοπαιδαγωγικές και διδακτικές απαιτήσεις. Ανάλογο ύφος έχει και η εθνική γερμανική Καθολική Κατήχηση των επισκοπών τηςΓερμανίας (Katolischer Kateschismus der Bisttimer Deutschlands, 1955). Μετά τη Β’ σύνοδο του Βατικανού, έκαναν την εμφάνισή τους και άλλα κείμενα κ. Πολύ τολμηρό είναι εκείνο της Ολλανδικής Εκκλησίας, το οποίο προκάλεσε πολλές συζητήσεις. «Ο Χριστός κατηχεί με λόγους και θαύματα» (Ναός του Aγίου Μάρκου, Φλωρεντία).
* * *
η (AM κατήχησις) [κατηχώ]
1. η διδασκαλία τών χριστιανικών δογμάτων σ' εκείνους που προσέρχονταν στη χριστιανική πίστη σύμφωνα με τις αρχές τού χριστιανισμού («καὶ τὰς ἐμφερομένας αύτῷ κατηχήσεις μνημόσυνον τῇ ἐκκλησίᾳ», Μηναί.)
2. συνεκδ. το βιβλίο που περιέχει τα χριστιανικά δόγματα και την ορθόδοξη ερμηνεία τους
νεοελλ.
1. η μύηση σε δόγμα ή σε μυστική ενέργεια
2. συστηματική καδοθήγηση κάποιου με σκοπό τον προσεταιρισμό, προσηλυτισμός
αρχ.
1. η διδασκαλία με το τραγούδι ή με πολύ δυνατή φωνή
2. η γοήτευση με τον ήχο
(«δεῑ αὐτῇ τριβῆς πολλῆς καὶ κατηχήσεως χρονίου», Διον. Αλ.)
3. κακή συναναστροφή
4. συνοδεία μονόχορδου οργάνου από όργανα βαρύτερου ήχου που σκεπάζει τον δικό του.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κατήχηση — η η διδασκαλία και η μύηση σε δόγμα ή σε μυστήρια: Του κάνει κατήχηση στη χριστιανική θρησκεία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατηχήσῃ — κατηχήσηι , κατήχησις instruction by word of mouth fem dat sg (epic) κατηχέω sound over aor subj mid 2nd sg κατηχέω sound over aor subj act 3rd sg κατηχέω sound over fut ind mid 2nd sg κατηχέω sound over aor subj mid 2nd sg κατηχέω sound over aor …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λουθηρανισμός — Η διδασκαλία του μεταρρυθμιστή της χριστιανικής θρησκείας Μαρτίνου Λούθηρου (βλ. λ.) και των μαθητών του· οι οπαδοί του λ. ονομάζονται ευαγγελικοί. Στη βάση της διδασκαλίας του Λούθηρου υπάρχει μια απαισιόδοξη ενατένιση της ανθρώπινης φύσης, που… …   Dictionary of Greek

  • αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… …   Dictionary of Greek

  • αντιμεταρρύθμιση — Αντί για τον όρο Α., με τον οποίο έχει επικρατήσει να χαρακτηρίζεται η δράση που ανέπτυξε η Καθολική Εκκλησία στο δογματικό και πειθαρχικό πεδίο από τη σύνοδο του Τριδέντου (1545) και μετά για να ανακόψει την πρόοδο του προτεσταντισμού, μερικοί… …   Dictionary of Greek

  • αποταγή — η (AM ἀποταγή) [αποτάσσω] 1. απάρνηση, αποκήρυξη 2. απομάκρυνση από κάτι, αποξένωση από περιουσιακά στοιχεία 3. αποκήρυξη του Σατανά και των έργων του από τον βαπτιζόμενο ή τον ανάδοχό του κατά την Κατήχηση, αμέσως πριν από το Βάπτισμα 4.… …   Dictionary of Greek

  • διάδοχος — (5ος αι. μ.Χ.). Επίσκοπος Φωτικής (451 458), παλαιάς πόλης της Ηπείρου, κοντά στη σημερινή Παραμυθιά. Ασχολήθηκε και με τη συγγραφή βιβλίων. Το έργο του Κεφάλαια γνωστικά εκατόν επέδρασε πολύ στους μεταγενέστερους. Άλλα έργα του είναι: Όρασις και …   Dictionary of Greek

  • διάκονος — Ο πρώτος και κατώτερος από τους τρεις βαθμούς της ιεροσύνης. Τον τίτλο αυτόν απένεμε η αρχαία Εκκλησία σε όλους εκείνους, αποστόλους και πιστούς, που βοηθούσαν στις πιο ταπεινές υπηρεσίες, όπως η καθαριότητα και η φροντίδα των ιερών σκευών, γιατί …   Dictionary of Greek

  • διδαχή — η (AM διδαχή) [διδάσκω] 1. διδασκαλία 2. ο θείος λόγος, η κατήχηση μσν. νεοελλ. 1. το περιεχόμενο τού κηρύγματος, το κείμενο τού λόγου 2. σύνολο θρησκευτικών και ηθικών κανόνων και παραγγελμάτων μσν. δίδαγμα, παράδειγμα αρχ. 1. κατάλογος τών… …   Dictionary of Greek

  • ζαβός — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Ιθάκη. 1. Βασίλειος. Διετέλεσε βουλευτής της Ιονίου πολιτείας. Σπούδασε στην Ιταλία ιατρική, μαθηματικά και φιλοσοφία και αργότερα επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου ασχολήθηκε με την πολιτική.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”